- στιλβένιο
- το, Νχημ.1. ακόρεστος και αρωματικός υδρογονάνθρακας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωστικών υλών, αλλ. τολουυλένιο ή 1, 2-διφαινυλαιθυλένιο2. φρ. «χρώματα τού στιλβενίου» — τάξη χρωστικών υλών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stilbene (< στιλβός + -ene)].
Dictionary of Greek. 2013.